ξελησμονώ

ξελησμονώ
ξελησμονώάω μετ. забывать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξελησμονώ" в других словарях:

  • ξελησμονώ — και ξαλησμονώ, άω 1. λησμονώ, ξεχνώ 2. (το παθ.) ξελησμονιέμαι αφαιρούμαι («ξελησμονήθηκα με την κουβέντα και δεν τού τό είπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + λησμονώ / αλησμονώ] …   Dictionary of Greek

  • ξαλησμονώ — άω βλ. ξελησμονώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»